- αλλοτροπία
- Ιδιότητα που έχουν ορισμένες ουσίες να παρουσιάζονται με διάφορες μορφές ανάλογα με τις συνθήκες θερμοκρασίας ή πίεσης στις οποίες βρίσκονται. Οι μορφές αυτές παρουσιάζουν διαφορετική φυσική και χημική συμπεριφορά, σε ειδικές όμως περιπτώσεις μπορούν να μετατραπούν οι μεν στις δε. Από αυτό προέρχεται το όνομα α. (= άλλος τρόπος).
Αλλοτροπικές καταστάσεις παρουσιάζουν το οξυγόνο, το θείο, το σελήνιο, το τελλούριο, ο φωσφόρος, το αρσενικό, το αντιμόνιο, ο σίδηρος, ο κασσίτερος, ο άργυρος, ο χρυσός, o άνθρακας. Οι αλλοτροπικές μορφές μπορεί να διαφέρουν για δύο αιτίες: για τον διαφορετικό αριθμό των ατόμων του μορίου της ουσίας ή για τη διαφορετική κρυσταλλική δομή τους. Παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης αποτελεί το όζον, αλλοτροπική μορφή του οξυγόνου: το μόριό του περιέχει τρία άτομα οξυγόνου, αντίθετα προς το μόριο του οξυγόνου που περιέχει μόνο δύο άτομα. Τυπικό παράδειγμα της δεύτερης περίπτωσης είναι ο άνθρακας στις δύο μορφές του, του αδάμαντα και του γραφίτη. Στον γραφίτη τα άτομα είναι διατεταγμένα στον χώρο επιπέδων που ισαπέχουν, ενώ αυτό δεν συμβαίνει στον αδάμαντα. Η διαφοροποίηση αυτή στη δομή προκαλεί τις σημαντικές διαφορές της φυσικής και χημικής συμπεριφοράς των δύο μορφών του άνθρακα· ο αδάμαντας είναι εξαιρετικά ανθεκτικός από μηχανική και χημική άποψη· ο γραφίτης είναι μαλακός, αποσαθρώσιμος και παρουσιάζει μεγαλύτερη τάση να αντιδρά συνεχώς.
Μια περίπτωση αλλοτροπίας είναι αυτή που παρουσιάζεται στις δύο κρυσταλλικές μορφές του άνθρακα: τον αδάμαντα και τον γραφίτη. Οι αποστάσεις μεταξύ των ατόμων σημειώνονται στην εικόνα σε άγκστρεμ (Α), δηλαδή σε εκατοντα-εκατομμυριοστά του εκατοστού.
* * *η (Μ ἀλλοτροπία) [ἀλλότροπος]παραλλαγή, μετατροπή.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἀλλο-* + -τροπία < -τροπος < τρόπος < τρέπω + κατάλ. -ία, πρβλ. αγγλ. allotropy].
Dictionary of Greek. 2013.